- ἁλίστρεπτος
- ἁλίστρεπτος, ον,A sea-tossed,
ναῦς AP9.84
(Antiphan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναῦς AP9.84
(Antiphan.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίστρεπτος — ἁλίστρεπτος, ον (Α) ο ἁλίπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στρεπτός < στρέφω] … Dictionary of Greek
ἁλιστρέπτου — ἁλίστρεπτος sea tossed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek